- σκάλωμα
- τό1) карабканье, влезание; 2) прям. , перен. застревание, застопоривание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκάλωμα — το, ατος 1. αναρρίχηση. 2. σταμάτημα μπροστά στο εμπόδιο: Είναι περίεργο το σκάλωμα αυτής της υπόθεσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκάλωμα — Πεδινός οικισμός (360 κάτ., υψόμ. 100 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * το, ΝΜΑ νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαλώνω, ανέβασμα σε ψηλό ή δύσβατο μέρος με τη βοήθεια τών… … Dictionary of Greek
σκάλωσις — ώσεως, ἡ, Μ κλίμακα από σχοινί, σκάλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλα + κατάλ. ωσις, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σκαλῶ, όω] … Dictionary of Greek
Αρριανών, δήμος — Νέος δήμος (5.781 κάτ.) του νομού Ροδόπης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τους συνοικισμούς Αγιοχώριον, Αρριανά, Κίνυρα, Πλαγιά, Λύκειον, Μικρό Πιστόν, Μύστακας, Νέδα, Στροφή και Νικήται της κοινότητας Αρριανών, Ήπιον … Dictionary of Greek